ἐπικάρπιος

ἐπικάρπιος
ἐπι-κάρπιος, (1) fruchttragend; so heißt Zeus der Fruchtspender; τὰ ἐπικάρπια, Fruchtstiele, pediculi. (2) ὄφεις, schlangenförmige Armbänder

Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ἐπικάρπιος — bringer masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπικάρπιον — ἐπικάρπιος bringer masc/fem acc sg ἐπικάρπιος bringer neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπικαρπίου — ἐπικάρπιος bringer masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπικαρπίων — ἐπικάρπιος bringer masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπικάρπια — ἐπικάρπιος bringer neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπικάρπιοι — ἐπικάρπιος bringer masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Épicarpivs — ÉPICARPIVS, i, Gr. Ἐπικάρπιος, ου, ein Beynamen des Jupiters, unter welchem er in der Insel Euböa verehret wurde Hesych. ap. Gyrald. Synt. II. p. 115 …   Gründliches mythologisches Lexikon

  • επικάρπιο — το (Α ἐπικάρπιος, ον) νεοελλ. το επικάρπιο βοτ. υμένας που καλύπτει εξωτερικά το περικάρπιο. αρχ. 1. (επίθ. τού Διός) αυτός που παράγει ή προστατεύει τους καρπούς, ο καρποδότης 2. εποχή που παράγονται οι καρποί («ἐπικάρπιοι ὧραι», Άρατ.) 3. αυτός …   Dictionary of Greek

  • καρπός — I (Βοτ.). Το προϊόν στο οποίο μεταμορφώνεται, μετά τη γονιμοποίηση, η ωοθήκη του άνθους. Το γονιμοποιημένο ωοκύτταρο εξελίσσεται σε έμβρυο, οι σπερματικοί χιτώνες που το περιβάλλουν σχηματίζουν το σπερματικό περίβλημα και ολόκληρη η σπερματική… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”